- προλόγια
- προλόγιαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προλογία — ἡ, Α [πρόλογος] προφητεία, πρόρρηση … Dictionary of Greek
προλόγια — τὰ, Α [προλογώ] (κατά τον Ησύχ.) «θυσία πρὸ τῶν καρπῶν τελουμένη. Λάκωνες» … Dictionary of Greek
INFERIUM Vinum — dicebatur vett. Romanis quod in Vinalibus Iovi offerebatur ac libabatur, ut in frumentis praemessa, laconibus προλογία, ab inferendo, utidocet, ridens superstitionem hanc suaviter, Arnob. adv. Gentes, l. 5. Operae pretium est etiam verba ipsa… … Hofmann J. Lexicon universale
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek